αντιλαϊκός

αντιλαϊκός
-ή, -ό
ο εναντίον του λαού: Τα κυβερνητικά οικονομικά μέτρα από μερικούς κρίνονται αντιλαϊκά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντιλαϊκός — ή, ό 1. ο στρεφόμενος εναντίον του λαού ή των συμφερόντων του λαού 2. δυσάρεστος στον λαό, αντιδημοτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντί + λαϊκός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αντιδημοτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που δεν είναι δημοφιλής, αντιλαϊκός: Οι τελευταίες φορολογίες που επιβλήθηκαν έκαναν αντιδημοτική την κυβέρνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”